Επαγγελματική φροντίδα ιματισμού.
Ιστορικά – Εννοιολογικά στοιχεία
Η μπουγάδα
Μπουγάδα (η), είναι όρος προερχόμενος από τη Βενετία (bugada) και σημαίνει το πλύσιμο ρούχων ή τα πλυμένα ρούχα.
Παλαιότερα, το πλύσιμο αυτό γινόταν είτε εντός σπιτιού, είτε εκτός, σε χώρους με τρεχούμενο νερό. Για να καθαρίζουν καλύτερα τα ρούχα, χρησιμοποιούσαν πέτρες, ξύλα, βούρτσες κ.ά. με τα οποία τα έτριβαν.
Συνηθισμένη ήταν και η χρήση εργαλείων όπως η σκάφη, ένα επίμηκες ξύλινο ή μεταλλικό σκεύος με ανάγλυφες προεξοχές επάνω στις οποίες έτριβαν τα ρούχα αφού πέρναγαν πρώτα από πάνω τους μερικές φορές το σαπούνι.
Τα σύνεργα για την μπουγάδα ήταν :
- Η σκάφη πλυσίματος
- Η πλύστρα, ένα ειδικά κατασκευασμένο ξύλο που προσαρμοζόταν στη σκάφη με οριζόντιες εγκοπές για το καλύτερο τρίψιμο των ρούχων.
- Το μπουγαδοκόφινο, ένα κοφίνι από λυγαριά όπου τοποθετούνταν τα ασπρόρουχα και περιλούζονταν με αλουσά και αθόνερο
- Το μπουγαδοτσίκαλο για το ζέσταμα του νερού
- Ένα μικρότερο δοχείο ή κουβάς για τη μεταφορά του ζεστού ή κρύου νερού από και προς το μπουγαδοτσίκαλο
- Ξύλα για το άναμμα της φωτιάς όπου θα ζεσταινόταν το νερό.
- Αθομαντήλα, ένα ειδικό ύφασμα χοντρό και ανθεκτικό που το έβαζαν πάνω στο μπουγαδοκόφινο και έβαζαν μέσα άθο, στάχτη από καμένα ξύλα και νερό
- Στάχτη από ξύλα, η οποία διαλυόταν με νερό και στη συνέχεια σουρωνόταν μέσα από την αθομαντήλα το καθαρό νερό μαζί με τη χημική ουσίπου καθάριζε και άσπριζε τα ρούχα. Αυτό το μείγμα ονομαζόταν αλουσά. Από την προηγούμενη μέρα λοιπόν η νοικοκυρά ετοίμαζε τα σύνεργα και τα παιδιά μετέφεραν νερό στο σπίτι. Από το πρωί άρχιζε με το άναμμα της φωτιάς και ζέσταινε νερό στο μπουγαδοτσίκαλο.
Η διαδικασία της μπουγάδας
Η νοικοκυρά, έβαζε ζεστό νερό στη σκάφη και με σαπούνι έτριβε τα ρούχα για να καθαρίσουν. Χωριστά πάντα τα άσπρα από τα χρωματιστά και τα μαύρα. Ύστερα τοποθετούσε τα άσπρα στο μπουγαδοκόφινο, αφού φυσικά τους έκανε μια πρώτη πλύση με άσπρο σαπούνι και τοποθετούσε το κοφίνι πάνω στη σκάφη για να σουρώσει η αλουσά. Όταν γέμιζε το κοφίνι, έβαζε μέσα στην αθομαντήλα στάχτη και στη συνέχεια νερό.
Αυτό το διάλυμα διηθιζότανε και περιέλουζε όλα τα ασπρόρουχα, τα οποία έμεναν εκεί για περίπου δυο ώρες και υγραίνονταν με την αλουσά. Η αλουσά ή αλισίβα, όπως ονομάζεται σε άλλα μέρη, χρησιμοποιούνταν από αρχαιοτάτων χρόνων για το καθάρισμα των ρούχων. Οι ουσίες που περιέχει δίνουν στα ρούχα ένα υπέροχο άρωμα καθαριότητας και τα κάνει άφρατα και λαμπερά.
Η νοικοκυρά εν τω μεταξύ έπλενε χωριστά τα χρωματιστά και τα μαύρα ρούχα. Στη συνέχεια τα ξέπλενε με νερό και τα άπλωνε στο ήλιο, στον απλωτό, για να στεγνώσουν. Στη συνέχεια έβγαζε τα άσπρα από το κοφίνι, τους έκανε ακόμα ένα χέρι πλύσιμο με σαπούνι, τα ξέπλενε με άφθονο νερό και τα άπλωνε στον απλωτό για να στεγνώσουν. Όταν στέγνωναν, τα μάζευε, τα δίπλωνε όμορφα και τα μετέφερε στα ντουλάπια. Κάποια ρούχα, όπως τα πουκάμισα και τα ρούχα των κοριτσιών, τα σιδέρωνε με σίδερο που λειτουργούσε με κάρβουνα.
Πλυντήριο, η μεγάλη εφεύρεση!
Όταν εφευρέθηκε το πλυντήριο στις ΗΠΑ το 1907, το πλύσιμο των ρούχων άρχισε σταδιακά να γίνεται αυτόματα, με ανάδευση ρούχων, νερού και απορρυπαντικού, η οποία προκαλείται από την περιστροφή ενός μεταλλικού τυμπάνου.